- εκπόλωση
- Η παρεμπόδιση της πόλωσης (αλλοιώσεις στην επιφάνεια) του θετικού ηλεκτροδίου μιας ηλεκτρικής στήλης, που οφείλεται στη συγκέντρωση υδρογόνου πάνω σε αυτό. Η ε. του θετικού ηλεκτροδίου μπορεί να πραγματοποιηθεί με μηχανικό τρόπο (π.χ. ανατάραξη του ηλεκτροδίου), με επικάλυψη του ηλεκτροδίου με στρώμα σπογγώδους λευκόχρυσου, με τοποθέτηση οξειδωτικών σωμάτων στο περιβάλλον της καθόδου (π.χ. διοξειδίου του μαγγανίου MnΟ2,που οξειδώνει το υδρογόνο στην κάθοδο) και με τη χρησιμοποίηση διαφορετικών ηλεκτροδίων, το καθένα από τα οποία βρίσκεται σε επαφή με διάλυμα άλατος του μετάλλου από το οποίο είναι κατασκευασμένο. Η ε. ονομάζεται επίσης και αποπόλωση.
(Βιολ.) Απώλεια της εκλεκτικής διαπερατότητας της κυτταρικής μεμβράνης από ορισμένα ιόντα, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφοράς δυναμικού ανάμεσα στην εξωτερική και στην εσωτερική επιφάνειά της. Η ε. στα νευρικά κύτταρα και στις μυϊκές ίνες αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες παράγοντες της διαδικασίας της διέγερσης.
* * *ηη παρεμπόδιση τής πόλωσης ηλεκτρικής στήλης, η αποπόλωση.
Dictionary of Greek. 2013.